- συντονιστικός
- η , ό[ν] координационный, согласующий, увязывающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συντονιστικός — ή, ό, Ν [συντονίζω] αυτός που συντονίζει, που ρυθμίζει διάφορες ενέργειες («συντονιστική επιτροπή») … Dictionary of Greek